λογγιάζω

λογγιάζω
[λόγγος]
1. καλύπτω μια έκταση με πυκνή βλάστηση, σχηματίζω θαμνώδες δάσος
2. (για έδαφος) γίνομαι λόγγος από την πυκνή βλάστηση, καλύπτομαι από θαμνώδη βλάστηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”